θρεπτάριον

θρεπτάριον
θρεπτάριον, τὸ (ΑΜ) [θρεπτός]
μσν.
νεαρός μαθητής
μικρός δούλος που έχει γεννηθεί και ανατραφεί στο σπίτι τού κυρίου του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρεπτάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεπταρίῳ — θρεπτάριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεφτάρι — το 1. ζώο σιτευτό, δηλ. που τρέφεται καλά και προορίζεται για σφαγή, θρεφτό, μανάρι 2. (για ανθρώπους) μοσχαναθρεμμένος, θρέμμα, ανάθρεμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρεπτάριον (< θεπτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”